τοξικοδερμία

τοξικοδερμία
η, Ν
ιατρ. τοπική ή συστηματική δερματοπάθεια που προκαλείται από τη λήψη μιας φαρμακευτικής ουσίας ή, σπανίως, από την κατανάλωση τροφίμων τα οποία περιέχουν κάποια τοξική χημική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicodermatitis / toxidermitis < tox- / toxico- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + derm(at)itis (< δέρμα, -ατος), που αποδόθηκε στην ελλ. με το -δερμία (πρβλ. ξηρο-δερμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοξιδερμία — η, Ν ιατρ. βλ. τοξικοδερμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”